λαμαρίνα

λαμαρίνα
η
1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα
2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο
3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» — ερωτεύτηκε σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. τού ιταλ. lamiera «έλασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμαρίνα — η (λ. βενετ.) 1. λεπτό σιδερένιο έλασμα: Τα σπίτια στο χωριό μου έχουν σκεπές με λαμαρίνες. 2. μεγάλο τετράγωνο ή ορθογώνιο ταψί: Έψησε τα μπισκότα στη λαμαρίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τολ — το, Ν άκλ. κυλινδρικό υπόστεγο από λαμαρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tole «λαμαρίνα», διαλ. τ. τού table «τραπέζι» (< λατ. tabula «πίνακας»)] …   Dictionary of Greek

  • έλασμα — Το πλατύ μέρος του φύλλου, το κυρίως φύλλο. Κάθε πλατύ φύλλο αποτελείται από τρία μέρη, τον κολεό, τον μίσχο και το έ. Πολλά φυτά που δεν έχουν έ. διαθέτουν βελονοειδή ή κυλινδρικά φύλλα. Τα φύλλα που έχουν έ. μπορεί να φέρουν μίσχο και τότε… …   Dictionary of Greek

  • ατσαλολαμαρίνα — η λαμαρίνα από ατσάλινο, χαλύβδινο έλασμα …   Dictionary of Greek

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • νταούλι — Λαϊκό μεμβρανόφωνο κρουστό μουσικό όργανο, κυρίως της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το ν. είναι λέξη τούρκικη, αντίστοιχη της ελληνικής τύμπανο. Η ποικιλία των κρουστών αυτών οργάνων είναι μεγάλη και ο κάθε τύπος διαφέρει σε μέγεθος καθώς και στην ύλη που …   Dictionary of Greek

  • σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρέλασμα — το, Ν σιδερένιο έλασμα, λαμαρίνα …   Dictionary of Greek

  • σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”